- διαφαυλίζω
- διαφαυλίζω (Α)θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφαυλίζει — διαφαυλίζω hold cheap pres ind mp 2nd sg διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζουσι — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίσαι — διαφαυλίζω hold cheap aor inf act διαφαυλίσαῑ , διαφαυλίζω hold cheap aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζειν — διαφαυλίζω hold cheap pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζεις — διαφαυλίζω hold cheap pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαυλίζων — διαφαυλίζω hold cheap pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)